- πευστής
- ὁ, Α [πεύθομαι]αυτός που ζητάει να μάθει κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πευσταί — πευστής asker masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πευστικός — ή, όν, Α [πευστής] 1. αυτός που ερευνά, που ζητάει να μάθει κάτι 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πευστικόν η ερώτηση, η έρευνα. επίρρ... πευστικῶς ερωτηματικά, με τρόπο ερευνητικό … Dictionary of Greek
φιλοπεύστης — ὁ, Α φιλοπευθής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + πεύστης (< πεύθω «πληροφορούμαι»)] … Dictionary of Greek